- ολεσιτυραννος
- ολεσιτύραννοςολεσῐ-τύραννοςпоэт. ὀλεσσῐτύραννος 2убивающий тираннов
(ἀκωκή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκωκή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ολεσσιτύραννος — ὀλεσσιτύραννος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + τύραννος. Ο τ. με σσ αντί ολεσιτύραννος για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek